- ἐξοξύνομαι
- ἐξοξύνομαι, [voice] Pass.,A turn sour, Thphr.CP6.7.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξοξύνομαι — ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι] (για κρασί) ξινίζω … Dictionary of Greek
ἐξοξύνεται — ἐξοξύ̱νεται , ἐξοξύνομαι turn sour aor subj mp 3rd sg (epic) ἐξοξύ̱νεται , ἐξοξύνομαι turn sour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)